ΜΑΚΡΥΡΡΑΧΗ  (ΚΑΪΤΣΑ)

Η Μακρυρράχη αποτελούσε Τοπικό Διαμέρισμα του πρώην Δήμου Ξυνιάδος, ενώ πλέον με την εφαρμογή του Ν.3852/2010 “Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης − Πρόγραμμα Καλλικράτης  αποτελέι Τοπική Κοινότητα του Δήμου Δομοκού. Είναι από τους παλαιότερους οικισμούς της περιοχής και σίγουρα προγενέστερη του 1640.

Η Καίτσα (Μακρυρράχη) βρίσκεται δυτικά και σε απόσταση 16 χιλ. από τον Δομοκό, πάνω από τις δυτικές όχθες της άλλοτε λίμνης Ξυνιάδας και σε απόσταση 2,5 χλμ από τον σιδηροδρομικό σταθμό Αγγειών.

Ανήκει από το 1974 (ΦΕΚ 187/2.7.74) στο Νομό Φθιώτιδας και συνορεύει: ανατολικά με τα χωριά Αγόριανη, Παναγιά και το λεκανοπέδιο της πρώην λίμνης Ξυνιάδας, βόρεια με Κτιμένη, δυτικά με Κυδωνιά και Μεσοχώρα (Πάπα) και νότια με Περιβόλι και Ασβέστη. ΄Εχει έκταση 51 χιλιάδες τ.μ., εκ των οποίων 8.300 στρέμματα είναι καλλιεργήσιμη γη και άνω των 35.000 δασωμένες εκτάσεις. Μέση στάθμη υψόμετρου 540 μέτρα. Κατά την απογραφή του 1991 οι κάτοικοι ήταν 508, ενώ στην απογραφή του 2001 οι κάτοικοι ήταν 470, απασχολούμενοι κυρίως με τη γεωργία αλλά και τη κτηνοτροφία (αιγοπρόβατα αλλά και σημαντικός αριθμός βοοειδών). Πολλοί Καϊτσιώτες διαμένουν μόνιμα πλέον στη Λαμία, στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις της πατρίδας μας, αλλά και στο εξωτερικό.

Η Καίτσα είναι γνωστή για τα θειούχα ιαματικά λουτρά και για το γεγονός ότι στο παλιόκαστρο εντοπίζεται η αρχαία Δολοπική πόλη ΑΓΓΕΙΑΙ, καθώς και η ΚΥΠΑΙΡΑ. Η ωραία και αμφιθεατρική τοποθεσία προς δυσμάς του λεκανοπεδίου της αποξηραμένης λίμνης Ξυνιάδας, πάνω στην οποία είναι κτισμένη, και η πολυκύμαντη ιστορία της, από τότε που κτίστηκε το καινούριο χωριό (1900) μέχρι σήμερα, προσδίδουν σ’αυτή μια αίγλη και συμβάλλουν στη φήμη της.

Συμπληρώθηκαν ήδη 100 χρόνια από την εγκαινίαση του Ι. Ναού του Αγίου Νικολάου του χωριού από το 1908. Η χρονολογία αυτή μπορεί να θεωρηθεί και έτος επίσημης μετεγκατάστασης της Καΐτσας από το Παλιοχώρι στη Μακριά Ράχη, η οποία μετεγκατάσταση είχε βέβαια αρχίσει κατά το 1898 και συνεχίστηκε μέχρι το 1907 περίπου.

Μια πρώτη πληροφορία είναι εκείνη του 1640 στην πρόθεση του Μοναστηριού της Ρεντίνας, όπου αναφέρονται 105 ονόματα των τότε Καϊτσιωτών, που πρόσφεραν στον έρανο για την επισκευή του μοναστηριού. Μια δεύτερη μαρτυρία είναι εκείνη του 1659 (4-10 Νοεμβρίου), την οποία αναφέρει ένας περιοδεύοντας Ιεροσολυμίτης Μοναχός, που σώζεται στον Πατριαρχικό Ιεροσολυμιτικό Κώδικα. Μια προφορική παράδοση, σύμφωνα με τον παλιό δάσκαλο Αντώνη Οικονόμου, αναφέρει για ένα χωριό Λάγκα στη θέση «Μπαμπαλή Κιόσκι» βόρεια του Σιδ. Σταθμού Αγγειών, το οποίο κατέστρεψαν οι Τούρκοι με την πρώτη είσοδό τους στη Θεσσαλία (1390 ή 1425). Αργότερα, σπουδαία παρουσία είχε η Καίτσα κατά τον μεγάλο απελευθερωτικό αγώνα του 1821, οπότε οι Καϊτσιώτες συμμετείχαν στην Επανάσταση και οι φάκελοι οκτώ εξ αυτών σώζονται στα Γεν. Αρχεία της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Με τη Συνθήκη του 1830, που συστήθηκε το πρώτο Ελληνικό Κράτος, δυστυχώς η Καίτσα παρέμεινε κάτω από τον Τουρκικό ζυγό, μέχρι το 1881 που προσαρτήθηκε η Θεσσαλία στην Ελλάδα. Καϊτσιώτες όμως συμμετείχαν και στις απελευθερωτικές προσπάθειες των ετών 1854, 1866-69, 1878. Το 1883 έγιναν οι πρώτες δημοτικές εκλογές στο χωριό, το οποίο υπαγόταν στο Δήμο Ταμασίου. Δύο Καϊτσιώτες μάλιστα, οι αδελφοί Καπάλα, χρημάτισαν και δήμαρχοι, ένας δε Καπάλας, ιατρός και βουλευτής Καρδίτσας. 

Το 1928, που με νόμο αντικαταστάθηκαν ονόματα χωριών, που θεωρούνταν κακόηχα ή μη Ελληνικά, μετονομάσθηκε και η Καίτσα σε Μακρυρράχη, με υπόδειξη του παλιού δασκάλου Γιάννη Οικονόμου». (Ιστοσελίδα των «Απανταχού Καιτσιωτών» ο εκ Μακρυρράχης κος Δημ. Γ. Κουτρούμπας).

Ο οικισμός μεταφέρθηκε από άλλο σημείο στη θέση Μακριά Ράχη και αναπτύχθηκε ραγδαία αφού από 438 κατοίκους το 1881 έφτασε το 1928 τους 1348. Είχε όμως και η Μακρυρράχη την ίδια τύχη στα χρόνια που ακολούθησαν με τα υπόλοιπα χωριά της  Ελληνικής επαρχίας λόγω της αστυφιλίας και της έλλειψης σωστής αγροτικής πολιτικής και υποδομών από την Ελληνική πολιτεία. Η Καίτσα «υπήχθη στο δήμο Ταμασίου, που συστήθηκε μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας από τους Τούρκους (1881). Ο δήμος Ταμασίου ανήκε στην επαρχία Καρδίτσας του Νομού Τρικάλων. Ήτο δήμος Γ΄τάξεως, αφού οι κάτοικοί του δεν υπερέβαιναν τις 2 χιλιάδες ενώ οι δήμοι Α΄τάξεως είχαν από 10 χιλιάδες και πάνω και οι Β΄τάξεως από 2 έως 10 χιλιάδες κατοίκους». Η ίδρυση του δήμου έγινε το 1883 (Β.Δ…. ΦΕΚ 126/2.4.1883) και διαλύθηκε το 1912 με πρωτοβουλία του τότε δημάρχου Δημητρίου Αθαν.Καπάλα, που στηρίχθηκε στο Νόμο ΔΝΖ (ΦΕΚ 58/14.2.1912). Ο Καπάλας όμως ως τελευταίος δήμαρχος κράτησε την Αρχή μέχρι το 1914. Ο δήμος πήρε το όνομά του από το όρος Ταμασός (σήμερα Κατάχλωρον) ύψους 984 μέτρων, που βρίσκεται πάνω από το χωριό Ανάβρα. Στο δήμο αυτό ανήκαν δέκα χωριά : 1) η Δρανίστα (Κτιμένη) με 242 κατοίκους, 2) το Ασλανάρι (Λεοντάρι) με 239 κατ., 3) η Καίτσα (Μακρυρράχη) με 438 κατοίκους, 4) η Πάπα (Μεσοχώρα) με 85 κ., 5) η Μπαλαμπανή (Ασημοχώρι) με 86 κ., 6) το Αμαρλάρι (Αχλαδιά) με 186 κ., 7) το Τσαμάσι (Ανάβρα) με 68 κ., 8) το Χαλαμπρέζι (Κέδρος) με 272 κ., 9) το Χαϊχαλί με 75 κ., που συγχωνεύθηκε αργότερα με το Αμαρλάρι και 10) το Χατζηεμήρ με 70 κατοίκους που συγχωνεύθηκε αργότερα με το Ασλανάρι. Συνολικός πληθυσμός του δήμου 1762 κάτοικοι. Η σύνθεση των δήμων Γ’ τάξεως ήταν σύμφωνα με το Διάταγμα (ΦΕΚ 96/16.3.1883) ένας δήμαρχος, δύο δημαρχιακοί πάρεδροι και οκτώ δημοτικοί σύμβουλοι. Από το Φθινόπωρο του 1881 μέχρι 29 Μαίου 1883 καμία δημοτική διοίκηση δεν υπήρχε στα χωριά μας. Οι πρώτες δημαρχιακές εκλογές ορίσθηκαν στις 29 Μαίου 1883 με Βας.Δ/γμα (ΦΕΚ 129/5.4.1883). Η ψηφοφορία γινόταν με σφαιρίδια, τα λεγόμενα «δραμάρια». Ως έδρα του δήμου Ταμασίου ορίσθηκε η Δρανίστα κατ’ αρχάς. Αργότερα όμως λόγω διενέξεων μεταξύ Καίτσης και Δρανίστας ορίσθηκε η Δρανίστα ως έδρα για το καλοκαίρι και το Ασλανάρι για το χειμώνα. Ως δήμαρχοι εκλέγονταν δυναμικές προσωπικότητες των τριών μεγαλύτερων χωριών (Δημόπουλος από τη Δρανίστα, Καπαλαίοι από την Καίτσα και Μακρής από το Ασλανάρι). 

Οι δήμαρχοι Ταμασίου:

1ος δήμαρχος εκλέχθηκε ο Αθανάσιος Δημόπουλος εκ Δρανίστης, έμπορος ευρωπ. επιπέδου (1883-1887).

2ος ο Κων/νος Χρ.Μακρής εξ Ασλαναρίου (1887-1891) με γραμματέα τον Γεώργιο Κούβελο εκ Καίτσης.

3ος επανεκλέχθηκε ο Αθανάσιος Δημόπουλοος εκ Δρανίστης (1891-1895).

4ος ο Γεωργάκης Αθαν. Καπάλας εκ Καίτσης για την τετραετία 1895-1899, που φονεύθηκε όμως από τους Τούρκους το 1897 εξαιτίας ίσως διαβολών των αντιπάλων του.Ήταν και ανιψιός του Δημόπουλου.

5ος ο Δημητράκης Αθ.Καπάλας, αδελφός του προηγούμενου (1899-1903) και (1907-1914) με γραμματέα τον Δημήτριο Κων.Σιόβα εκ Καίτσης για 11 χρόνια.

6ος επανεκλέχθηκε ο Κων/νος Χρ.Μακρής εξ Ασλαναρίου (1903 – 1907) και 7ος και τελευταίος επανεκλέχθηκε ο Δημητράκης Αθαν. Καπάλας (1907-1914). Αυτός εισηγήθηκε την κατάργηση του δήμου και επί των ημερών του η Καίτσα έγινε κοινότητα. Αναγνωρίστηκε σε κοινότητα το 1912 (Β.Δ. 29/8/1912-ΦΕΚ 261/31.8.1912 τ.Α΄) και αποτελέστηκε από τους συνοικισμούς Καίτσα και Πάπα. Ο συνοικισμός Πάπα (νυν Μεσοχώρα) ανεξαρτοποιήθηκε και αναγνωρίστηκε σε ίδια κοινότητα το 1919 (Β.Δ.14/3/1919, ΦΕΚ 66/1919). Μετονομάστηκε σε Μακρυρράχη το 1928 (Δ/γμα της 12.3.1928 – ΦΕΚ 81/14.5.1928 τ. Α’). Προήλθε από τον τέως Δήμο Ταμασίου της επαρχίας Καρδίτσας του Νομού Τρικάλων Η κοινότητα Μακρυρράχης αποσπάστηκε από το Νομό Καρδίτσας και προσαρτήθηκε στο νομό Φθιώτιδας (επαρχία Δομοκού) το 1974 (Δ/γμα 479/1974 – ΦΕΚ 187/2.7.1974 τα .Α΄). Από το 1998 με το «νόμο Καποδίστρια» είναι Τοπικό Διαμέρισμα του Δήμου Ξυνιάδος. Βρίσκεται σε μέσο υψόμετρο 511 μέτρα και η διοικητική της περιφέρεια  έχει έκταση 50987 στρέμματα εκ των οποίων,  20000 τουλάχιστον δασικής έκτασης και σε απόσταση 51 χιλιομέτρων από τη Λαμία (μέσω Ομβριακής). Στην δική του περιφέρεια είναι και τα πασίγνωστα Λουτρά Καΐτσας – Δρανίστας που αποτελούν πλέον Διαδημοτική Επιχείρηση των  Δήμων Ξυνιάδος και Ταμασίου και διευθύνονται από διμερές Διοικητικό Συμβούλιο. Τα Λουτρά Καίτσης υπήρξαν, από της απελευθερώσεως και εξής, μια ευκαιρία οικονομικής δραστηριότητας. Διασώζεται μία διαφήμιση των σπουδαίων ιαματικών ιδιοτήτων και φυσικών καλλονών των Λουτρών, που έκανε ίσως ο πρώτος μεταπελευθερωτικός ενοικιαστής Σπυρίδων Σαραγούλας κατά το 1884, στην εφ. «ΚΑΡΔΙΤΣΑ» 23.6.1884. Δημοσιεύεται επίσης από το 1907 έκθεση χημικής αναλύσεως των θειούχων υδάτων των Λουτρών, υπογεγραμμένη από τον τότε καθηγητή Πανεπιστημίου Α.Κ.Δαμβέργη, που δίδει τα 14 στοιχιεία ανά λίτρο νερού και τις αντίστοιχες χρόνιες και άλλες παθήσεις, που θεραπεύονται με τη χρήση ή την πόση του νερού.

Αλλά και ο αντίκτυπος των Λουτρών στην κοινωνική ζωή του χωριού δεν ήταν μικρός από την προσέλευση χιλιάδων λουομένων κάθε χρόνο.

Το νερό των λουτρών είναι ονομαστό για την κατευναστική του δράση. Έχει θερμοκρασία 20-22 βαθμούς Κελσίου και ενδείκνυται για χρόνιους ρευματισμούς, οσφυοϊσχιαλγίες, σπονδυλοαρθρίτιδα, παραμορφωτική αρθρίτιδα, μυαλγίες, πονοκέφαλοι, αυχενικό σύνδρομο, γυναικολογικές παθήσεις. Στα Λουτρά λειτουργεί πρόσφατα ανακαινισμένο υδροθεραπευτήριο με ατομικούς λουτήρες ενώ τα τρία ξενοδοχεία: “Βασιλεύς Δράνος”, “Θεσσαλία” και “Λεμονιά” της Διαδημοτικής Επιχείρησης Ιαματικών Λουτρών Δρανίστας – Καϊτσας που λειτουργούν στη λουτρόπολη είναι διαθέσιμα για τη φιλοξενία των επισκεπτών. Ειδικά το Ξενοδοχείο “Βασιλέυς Δράνος” έχει ανακαινισθεί πρόσφατα και μπορέι να προσφέρει σύγχρονες ανέσεις και να καλύψει τις ανάγκες του κάθε επισκέπτη. Επίσης σε ειδυλιακό σημείο λειτουργεί και εστιατόριο στο οποίο μπορείτε να απολάυσετε παραδοσιακά φαγητά αλλά και μεζέδες από ντόπια κρέατα.  Τα Λουτρά Καίτσης χρηματοδοτήθηκαν για την ανάδειξή τους από Ευρωπαϊκά προγράμματα (π.χ. LEADER 2) χρειάζονται όμως και άλλες υποδομές αλλά και μεγαλύτερη προβολή για να γίνουν πόλος έλξης όχι μόνο για ιαματικό αλλά γιατί όχι και για χειμερινό τουρισμό! 

Στα Πρακτικά της Βουλής στις 24.11.1909 υπάρχει τηλεγράφημα των Καϊτσιωτών, με το οποίο παρακαλούσαν την άρση του φόρου που επιβλήθηκε στα αμπέλια και στα αροτριώντα ζώα κατά το έτος 1909 ως εξής : «Οι κάτοικοι του χωρίου Καίτσης του Δήμου Ταμασίου παρακαλούσι την σεβαστήν Βουλήν, ίνα επιβάλη φόρον επί του οινοπνεύματος, απαλλάξει δε τον λαόν από τον φόρον επί των αμπελίων και των αροτριώντων κτηνών». Προφανώς οι Καϊτσιώτες φοβήθηκαν τη φορολογία στα αμπέλια και στα αροτριώντα ζώα, που όλοι είχαν και δεν θίγονταν από το φόρο επί του οινοπνεύματος, που είχαν περιορισμένη παραγωγή, σύμφωνα εξ άλλου και με τα φιλολαϊκά φορολογικά μέτρα του τότε Υπ.Οικονομικών Αθ. Ευταξία.

Στην περιοχή της Μακρυρράχης κατά την αρχαιότητα ήκμασαν οι πόλεις Αγγείαι, Δολοποιίδα, Κύπαιρα ίσως και μια τέταρτη πόλη, πιθανότατα Δολοπικές χωρίς να αποκλείεται όμως και όποια άλλη εκδοχή εφόσον τα στοιχεία από αρχαιολογικές ανασκαφές είναι περιορισμένα στην ευρύτερη περιοχή. Ο περιηγητής και ιστοριοδίφης των αρχών του 20ου αι. Γερμανός Friedrich Stahlin  στο βιβλίο του «ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΣΣΑΛΙΑ» δίνει τη δική του εκδοχή υποστηρίζοντας ότι τα τείχη της αρχαίας πόλεως στο «Παλιόκαστρο Καΐτσας» θα μπορούσαν λόγω του μεγέθους της αλλά και ευρημάτων, να αποδοθούν στην γνωστή αχαϊκή πόλη Κύπαιρα και όχι σε αρχαία Δολοπική πόλη! Στο χωριό βρίσκεται και η Ιερά μονή του Αγίου Πολυκάρπου τα λείψανα του οποίου φυλάσσονταν εκεί αλλά εκλάπησαν από ιερόσυλους κατά τη δεκαετία του 80.

 

Δημήτρης Β. Καρέλης (Από το υπό έκδοση βιβλίο του για την περιοχή Δομοκού) 

Comments are closed.

Close Search Window